- περιτύπωμα
- το, -ατοςπρότυπο άλλου πράγματος από ξύλο ή μέταλλο για τον έλεγχο των διαστάσεων άλλων πραγμάτων, αλλιώς τύπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιτύπωμα — το, Ν αντικείμενο από σκληρό υλικό που χρησιμοποιείται ως τύπος, ως καλούπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τύπωμα (< τυπώνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek